-
1 празднование
-
2 празднование
пра́зднова||ниес ὁ γιορτασμός, τό γιόρτασμα, ὁ ἐορτασμός. -
3 встреча
-и θ.1. συνάντηση, αντάμωμα, σμίξιμο, έντευξη•неожиданная встреча ανεπάντεχη συνάντηση•
поздароваться при -е χαιρετιέμαι κατά τη συνάντηση.
(αθλτ.) η συνάντηση, ματς.2. υποδοχή, προύπάντηση, καλωσόρισμα.εκφρ.встреча нового года – το γιόρτασμα της Πρωτοχρονιάς.
См. также в других словарях:
γιόρτασμα — το ο εορτασμός, το να γιορτάζει κανείς, το πανηγύρισμα: Το γιόρτασμα διακόπηκε μόλις μάθαμε τη θλιβερή είδηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιόρτασμα — το ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιορτάζω ή < εόρτασμα με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
γιορτασμός — ο το γιόρτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εορτασμός, ο — και γιόρτασμα,το το να γιορτάζει κάτι ή κάποιος (κάτι), πανηγυρισμός, τέλεση γιορτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)